Ο ζεόλιθος, αυτό το μοναδικό ηφαιστειακό ορυκτό με τις εκπληκτικές ιδιότητες καθαρισμού και δέσμευσης ρύπων, δεν είναι κάτι νέο για τον ελλαδικό χώρο. Οι πρώτες αναφορές στη χρήση ζεόλιθου εντοπίζονται ήδη από την αρχαιότητα, όταν οι Έλληνες εκμεταλλεύονταν τη δύναμη των φυσικών πετρωμάτων για υγιεινή, αποθήκευση τροφίμων και καθαρισμό νερού.
Σήμερα, ο ελληνικός ζεόλιθος, ιδιαίτερα από την περιοχή της Θράκης, αναγνωρίζεται διεθνώς για την καθαρότητα και τη σύστασή του σε κλινοπτιλόλιθο. Ένα υλικό που γεφυρώνει την αρχαία σοφία με τις σύγχρονες εφαρμογές — από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, έως την αποτοξίνωση και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ροζ κρύσταλλοι Ευλανδίτη (είδος ζεόλιθου) σε πετρώδες υπόστρωμα. Οι ζεόλιθοι είναι πορώδη ηφαιστειακά ορυκτά που σχηματίζονται από την εξαλλοίωση ηφαιστειακής τέφρας σε παρουσία νερού και παρουσιάζουν μοναδικές ιδιότητες απορρόφησης και ιοντοανταλλαγής.
Γεωλογική προέλευση του ζεόλιθου στην Ελλάδα
Οι ζεόλιθοι είναι μια ομάδα φυσικών αργιλοπυριτικών ορυκτών που συνήθως σχηματίζονται σε περιοχές με έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Στην Ελλάδα, οι συνθήκες κατά το Τριτογενές (66–2,6 εκατ. χρόνια πριν) ευνόησαν τον σχηματισμό ζεολιθικών αποθέσεων: επαναλαμβανόμενος ηφαιστεισμός με πολλά πυροκλαστικά υλικά, υψηλή θερμοροή και σχετικά ξηρό κλίμα που οδήγησε σε κλειστές υφάλμυρες λεκάνες. Οι ηφαιστειακές στάχτες και οι υαλώδεις κόνεις σε τέτοια περιβάλλοντα αλλοιώθηκαν διαγενετικά υπό την παρουσία νερού, μετατρέποντας το αρχικό ηφαιστειακό γυαλί σε ζεόλιθους (π.χ. κλινοπτιλόλιθο, ευλανδίτη, μορδενίτη) και συναφή ορυκτά.
Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολυάριθμες εμφανίσεις ζεολίθων, ιδίως σε περιοχές με ηφαιστειογενή πετρώματα. Τρεις κύριες περιοχές φιλοξενούν μεγάλα ζεολιθικά κοιτάσματα οικονομικού ενδιαφέροντος:
- Η Θράκη (Νομός Έβρου και Ροδόπης) στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, όπου τα κοιτάσματα είναι ηλικίας Ηώκαινου-Ολιγοκαίνου και πλούσια κυρίως σε ευλανδίτη και κλινοπτιλόλιθο. Πρόκειται για ζεολιθικούς τόφφους που δημιουργήθηκαν από την υδροθερμική εξαλλοίωση ηφαιστειακής τέφρας σε ανοικτά υδρολογικά συστήματα γλυκού και θαλασσινού νερού.
- Τα νησιά Κίμωλος και Πολύαιγος στις Κυκλάδες, όπου τα πετρώματα είναι κυρίως Τεταρτογενούς ηλικίας και πλούσια σε μορδενίτη. Εκεί η ζεολίθωση πιθανόν σχετίζεται με υδροθερμικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας λόγω πρόσφατης ηφαιστειότητας.
- Το νησί της Σάμου στο ανατολικό Αιγαίο, με κοιτάσματα Μειοκαινικής ηλικίας πλούσια σε κλινοπτιλόλιθο και αναλσίμη. Τα σάμια κοιτάσματα σχηματίστηκαν σε μια κλειστή υφάλμυρη λίμνη, με το ζεόλιθο να κατακρημνίζεται από αλκαλικά νερά λίμνης (τύπου αποθέσεων saline-alkaline).
Εκτός από τις παραπάνω κύριες περιοχές, μικρότερες εμφανίσεις ζεολίθων έχουν καταγραφεί και σε άλλες ηφαιστειογενείς ζώνες. Για παράδειγμα, στις προ-καλδερικές αποθέσεις της Σαντορίνης έχει εντοπιστεί ζεόλιθος από την εξαλλοίωση ηφαιστειακών τόφφων, ενώ ζεολιθούχα ηφαιστειακά πετρώματα συναντώνται και σε νεογενείς λεκάνες της δυτικής Λέσβου και αλλού. Γενικά, όπου υπάρχει παλαιά ηφαιστειακή στάχτη που ήρθε σε επαφή με νερό, υπάρχει η πιθανότητα να συναντήσουμε φυσικούς ζεόλιθους.
Στους ελληνικούς ζεολιθικούς τόφφους, το επικρατέστερο ορυκτό ζεόλιθου είναι ο κλινοπτιλόλιθος (του ορθορομβικού τύπου HEU), συχνά συνοδευόμενος από ευλανδίτη – ουσιαστικά την ασβεστούχο παραλλακτική μορφή του ίδιου πλαισιωτού δομικού τύπου. Σε ορισμένες θέσεις εμφανίζονται επίσης άλλοι ζεόλιθοι, όπως μορδενίτης (στις Κυκλάδες) και αναλσίμη (στη Σάμο).
Ο ζεόλιθος στην αρχαιότητα: πρώτες αναφορές και χρήσεις
Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο όρος «ζεόλιθος» – αυτός επινοήθηκε πολύ αργότερα. Ωστόσο, οι πρόγονοί μας αξιοποιούσαν υλικά που σήμερα γνωρίζουμε ότι περιείχαν ζεόλιθους. Ηφαιστειακοί τόφφοι και πορώδεις φυσικές πέτρες χρησιμοποιούνταν ήδη από την αρχαιότητα ως δομικά υλικά και βελτιωτικά εδάφους. Για παράδειγμα, ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι Ρωμαίοι αξιοποιούσαν τον κίτρινο ναπολιτάνικο τόφφο (tuffo giallo napoletano) – πλούσιο σε ζεολιθικά ορυκτά όπως χαβαζίτης και φιλλιπσίτης – για την οικοδόμηση κτιρίων, ενώ μάλιστα ολόκληρη η πόλη της Νάπολης είναι χτισμένη πάνω σε αυτό το υλικό.
Οι Ρωμαίοι επίσης ανέμειξαν ηφαιστειακή τέφρα (ποζολάνη) σε ασβεστοκονιάματα για την κατασκευή υδραυλικών έργων, πρακτική που τους δόθηκε πιθανώς από εμπειρική γνώση της αντοχής αυτών των υλικών σε επαφή με το νερό.
Στον Ελλαδικό χώρο, αρχαιολογικές έρευνες δείχνουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες και Θράκες χρησιμοποιούσαν διάφορα φυσικά πετρώματα με πορώδη δομή.
Στη Θράκη, για παράδειγμα, έχουν βρεθεί προϊστορικές λατομήσεις πυριτολίθου και άλλων λίθων ήδη από τη Νεολιθική εποχή, ενώ στην κλασική εποχή αξιοποιούνταν τοπικοί τόφφοι και ψαμμίτες ως οικοδομικά υλικά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η “κιμωλία γη” από το νησί Κίμωλο – ένα λευκό, αργιλώδες χώμα που προέρχεται από εξαλλοιωμένη ηφαιστειακή τέφρα. Η κιμωλία γη ήταν γνωστή από την αρχαιότητα και αναφέρεται από τον Θεόφραστο ως καθαρτική ύλη, καθώς χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό υφασμάτων και ως φαρμακευτικό αντιδοτικό, χάρη στην απορροφητική της ιδιότητα. Αν και η κιμωλία γη αφορά κυρίως αργιλικά ορυκτά (π.χ. σμεκτίτες/μπεντονίτες) και όχι ζεόλιθους, η πρακτική της χρήσης ηφαιστειακών προϊόντων για καθαρισμό και υγεία προοιωνίζει τη μεταγενέστερη αξιοποίηση του ζεόλιθου με παρεμφερείς τρόπους.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι η ίδια η λέξη «ζεόλιθος» έχει ελληνική ρίζα, παρότι δεν τη συναντάμε σε αρχαία κείμενα. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ζέω («βράζω») και το ουσιαστικό λίθος («πέτρα»). Ο όρος αυτός επινοήθηκε το 1756 από τον σουηδό ορυκτολόγο Axel Cronstedt, ο οποίος παρατήρησε ότι όταν θερμαίνεται ένα συγκεκριμένο ορυκτό, εκλύονται υδρατμοί και το ορυκτό μοιάζει να “βράζει”. Εμπνευσμένος από την αρχαία ελληνική γλώσσα, ο Cronstedt ονόμασε το υλικό ζεόλιθο, δηλαδή «βρασμένη πέτρα». Η ελληνική γλώσσα “βάφτισε” επιστημονικά ένα υλικό που οι αρχαίοι Έλληνες πιθανώς χρησιμοποίησαν άτυπα χωρίς να το ονοματίσουν.
Αν και δεν υπάρχουν άμεσες γραπτές μαρτυρίες από την αρχαιότητα για σκόπιμη χρήση ζεόλιθου, η αρχαιολογική και λαογραφική παράδοση υποδεικνύει ότι οι ευεργετικές ιδιότητες τέτοιων πετρωμάτων δεν πέρασαν απαρατήρητες. Στη Θράκη, για παράδειγμα, οι ντόπιοι παρατηρούσαν επί γενεές ότι τα κοπάδια που έβοσκαν σε εδάφη με ζεολιθικό υπέδαφος έδιναν πιο πλούσιο και εύγευστο γάλα, ενώ τα χωράφια κοντά σε ζεολιθικές εμφανίσεις απέδιδαν περισσότερη και ποιοτικότερη σοδειά. Επιπλέον, το νερό πηγών που ανέβλυζε μέσα από ζεολιθικά πετρώματα θεωρούνταν εξαιρετικά «γλυφό» και καθαρό: οι παλιές νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα τους σε τέτοιες πηγές και παρατηρούσαν λευκαντικό αποτέλεσμα καλύτερο από κάθε άλλο μέσο της εποχής. Αυτές οι παραδόσεις δείχνουν ότι, πολύ πριν ο ζεόλιθος μελετηθεί επιστημονικά, οι κοινωνίες αναγνώριζαν διαισθητικά την αξία των πορωδών «βραστών λίθων» που υπήρχαν στον τόπο τους.
Επιστημονική ανακάλυψη και μελέτη (18ος–20ός αι.)
Η πρώτη επιστημονική αναφορά στο ζεόλιθο γίνεται, όπως προαναφέρθηκε, το 1756 από τον Άξελ Cronstedt, εγκαινιάζοντας την επίσημη μελέτη αυτού του ορυκτού. Κατά τον 19ο αιώνα και τον 20ό αιώνα, οι γεωλόγοι ανακάλυψαν πολυάριθμα νέα είδη ζεολίθων και διερεύνησαν τις ιδιότητές τους.
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα είχαν αναγνωριστεί δεκάδες διαφορετικοί φυσικοί ζεόλιθοι – όπως ο κλινοπτιλόλιθος, ο χαβαζίτης, ο μορδενίτης, ο αναλσίμης, ο φιλλιπσίτης κ.ά. – και παράλληλα συντέθηκαν και συνθετικοί ζεόλιθοι (μοριακά κόσκινα) για βιομηχανικές εφαρμογές.
Η μοναδική ικανότητα των ζεολίθων να προσροφούν επιλεκτικά μόρια, να ανταλλάσσουν ιόντα και να λειτουργούν ως μοριακά κόσκινα κίνησε το ενδιαφέρον για χρήσεις στην καθαρισμό νερού, στις καταλυτικές διεργασίες και σε πληθώρα άλλων πεδίων.
Στην Ελλάδα, η συστηματική γεωλογική έρευνα για ζεόλιθους ξεκίνησε τον 20ό αιώνα, ιδίως μετά την ίδρυση του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ). Αν και μικρές εμφανίσεις ήταν ήδη γνωστές (π.χ. σε ηφαιστειακά νησιά), η ύπαρξη μεγάλων αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων αποκαλύφθηκε σχετικά αργά.
Μια ενδιαφέρουσα πρώιμη ένδειξη ήταν η Σαντορίνη: το 1981, ο γεωλόγος Ι. Κανάρης του ΙΓΜΕ ανέφερε την ανακάλυψη ζεολιθικού τόφφου στο νησί (σε προ-καλδερικά στρώματα) σε εσωτερική έκθεση. Αυτή ήταν μια από τις πρώτες επίσημες αναφορές ζεολιθικού κοιτάσματος επί ελληνικού εδάφους.
Η αποφασιστική πρόοδος ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν το ΙΓΜΕ εκτέλεσε εκτεταμένο ερευνητικό πρόγραμμα για τον εντοπισμό ζεολιθικών εμφανίσεων σε όλη την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: εντοπίστηκαν μεγάλα αποθέματα ζεολιθικών τόφφων στη Θράκη – συγκεκριμένα σε περιοχές του νοτίου Έβρου (Πετρωτά, Μεταξάδες, Λευκίμη, Φέρες κ.ά.) και στη Ροδόπη (θέση Σκάλωμα στον Δήμο Αρριανών).
Επίσης, επιβεβαιώθηκαν ζεολιθικές ζώνες στα νησιά Κίμωλος/Πολύαιγος και Σάμος, σύμφωνα με παλαιότερες ενδείξεις. Οι έρευνες του ΙΓΜΕ σε κάποιες από αυτές τις θέσεις (λ.χ. Πετρωτά-Μεταξάδες) έδειξαν ότι οι τόφφοι περιέχουν πολύ υψηλές περιεκτικότητες σε ζεόλιθους, με τον ζεόλιθο να αποτελεί κύριο συστατικό του πετρώματος (άνω του 70-80% κ.β.).
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα Πετρωτά Έβρου βρέθηκε ζεολιθικός τόφφος με κλινοπτιλόλιθο περιεκτικότητας έως ~89%, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό διεθνώς. Δίκαια λοιπόν το κοίτασμα του Έβρου χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα καθαρότερα και ποιοτικότερα ζεολιθικά κοιτάσματα στον κόσμο. Στη Ροδόπη, στο Σκάλωμα, ο ζεόλιθος επίσης διαπιστώθηκε πως είναι “εξαιρετικής ποιότητας” (σχεδόν καθαρός κλινοπτιλόλιθος). Με την έρευνα αυτή του ΙΓΜΕ, στα τέλη του 20ού αιώνα η Ελλάδα αναδύθηκε στον “χάρτη” των χωρών με αξιόλογο ζεολιθικό δυναμικό.
Από ακαδημαϊκής πλευράς, δεκάδες επιστημονικές μελέτες εκπονήθηκαν από έλληνες και ξένους γεωλόγους για τα ελληνικά ζεολιθικά πετρώματα. Ενδεικτικά, δημοσιεύθηκαν εργασίες για τη ορυκτολογία και γεωχημεία των τόφφων του Έβρου, για την ικανότητα ιοντοανταλλαγής των ελληνικών ζεολίθων, καθώς και για τις δυνατότητες εμπορικής αξιοποίησής τους. Ο καθηγητής Μ. Σταματάκης του ΕΚΠΑ μαζί με ξένους συνεργάτες δημοσίευσαν το 1996 μια συνοπτική εργασία που περιέγραψε «τα κοιτάσματα ζεόλιθου της Ελλάδας», αναδεικνύοντας τις τρεις προαναφερθείσες περιοχές (Θράκη, Κίμωλος/Πολύαιγος, Σάμος) και τις γεωλογικές συνθήκες σχηματισμού τους. Έτσι, μέχρι το γύρισμα του 21ου αιώνα, η επιστημονική βάση γνώσεων για τον ελληνικό ζεόλιθο είχε τεθεί: γνωρίζαμε πού βρίσκεται, πώς σχηματίστηκε και ποιες ιδιαίτερες ιδιότητες έχει.
Ανακάλυψη κοιτασμάτων στη Θράκη – από το εργαστήριο στην πράξη
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιάστηκε εξαρχής στη Θράκη, λόγω του μεγέθους και της καθαρότητας των εκεί κοιτασμάτων. Ήδη από τα πρώτα αποτελέσματα του ΙΓΜΕ (τέλη δεκαετίας 1980 – αρχές 1990) έγινε σαφές ότι η περιοχή του Βόρειου Έβρου (Δήμος Ορεστιάδας) φιλοξενεί έναν «θησαυρό»: εκτεταμένους σχηματισμούς ζεολιθικών τόφφων υψηλής ποιότητας. Συγκεκριμένα, σε 30 διαφορετικές θέσεις στον νομό Έβρου ανιχνεύθηκαν ζεολιθοφόρα πετρώματα, από τα οποία οι 10 βρίσκονται στην περιοχή Πετρωτών–Πενταλόφου. Σε 4 από αυτές τις θέσεις των Πετρωτών εντοπίστηκε ζεόλιθος με καθαρότητα που κυμαίνεται από ~76% έως 89% κλινοπτιλόλιθο. Πρόκειται για ηφαιστιογενή ιζήματα της Ηώκαινο-Ολιγοκαινικής περιόδου, πάχους έως 100 μέτρων, που αποτέθηκαν σε ρηχές θαλάσσιες/λιμναίες λεκάνες και αργότερα υπέστησαν διεργασίες εξαλλοίωσης από κυκλοφορία μετεωρικών και θαλασσίων υδάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν ο σχηματισμός ενός πορώδους, ελαφρού βράχου όπου ο ζεόλιθος αποτελεί το κύριο συστατικό. Οι τόφφοι αυτοί εμφανίζονται κοντά στην επιφάνεια, γεγονός που διευκολύνει την εξόρυξη (ο ζεόλιθος «βρίσκεται σε μικρό βάθος, λίγες δεκάδες μέτρα κάτω από το έδαφος» σύμφωνα με τοπικές πηγές). Τα συνολικά αποθέματα στον Έβρο εκτιμώνται σε εκατοντάδες εκατομμύρια τόνους ζεολιθικού υλικού, καθιστώντας την περιοχή σημαντική σε παγκόσμια κλίμακα.
Παράλληλα, και νοτιότερα στη Θράκη, στον νομό Ροδόπης, βρέθηκε επίσης αξιοποιήσιμο κοίτασμα. Στη θέση «Σκάλωμα» (Δήμος Αρριανών), περίπου 70 χλμ νοτιοδυτικά των Πετρωτών, αποκαλύφθηκε ζεολιθικός τόφφος εξαιρετικής ποιότητας. Γεωλογικά, το Σκάλωμα ανήκει στην ίδια ευρύτερη ηφαιστειο-ιζηματογενή λεκάνη που εκτείνεται στην περιοχή Κομοτηνής–Οργάνης–Σαπών.
Οι έρευνες του ΙΓΜΕ εκεί εντόπισαν αρκετές εμφανίσεις ζεόλιθου. Ειδικότερα, τρεις υπο-περιοχές (ΒΔ Σκάλωμα, ΒΑ Σκάλωμα και θέση «Κηροστάτης») μελετήθηκαν λεπτομερώς και διαπιστώθηκε ότι περιέχουν αθροιστικά περί τα 5,2 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων φυσικού ζεόλιθου (1,0 + 1,7 + 2,5 εκατ. τόνοι αντίστοιχα). Ο ζεόλιθος του Σκαλώματος είναι κυρίως κλινοπτιλόλιθος-ΗEU, παρόμοιας σύστασης με του Έβρου, και επομένως κατάλληλος για αντίστοιχες εφαρμογές.
Οι εργαστηριακές δοκιμές που έγιναν σε δείγματα από τα θρακικά κοιτάσματα έδειξαν πολύ υψηλή ιοντοανταλλακτική ικανότητα (CEC) για τον ζεόλιθο, της τάξης των 200–400 meq/100g. Επίσης, η κοκκομετρία και η σκληρότητα του υλικού το καθιστούν ιδανικό για άλεσμα και χρήση σε διάφορες μορφές (σκόνη, κόκκοι). Αυτά τα χαρακτηριστικά άνοιγαν τον δρόμο για ένα πλήθος βιομηχανικών και περιβαλλοντικών εφαρμογών: από γεωργικά εδαφοβελτιωτικά και προσθετικά ζωοτροφών, έως φίλτρα καθαρισμού νερού, προσροφητικά βαρέων μετάλλων, υλικά καθαρισμού πετρελαιοκηλίδων, συστατικά τσιμέντων και δομικών υλικών κ.ά.. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη αυτού του “Ελληνικού Φυσικού Ζεόλιθου” (όπως αποκαλείται συχνά) αποτέλεσε ένα νέο πολύτιμο κεφάλαιο στον ορυκτό πλούτο της χώρας, με προοπτικές αξιοποίησης σε πολλούς τομείς.

Βιομηχανική αξιοποίηση και η πορεία του ελληνικού ζεόλιθου μέχρι σήμερα
Παρά την ανακάλυψη των μεγάλων κοιτασμάτων ζεόλιθου στη Θράκη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η βιομηχανική αξιοποίησή τους δεν ήταν άμεση. Για αρκετά χρόνια, ο ελληνικός ζεόλιθος έμεινε ανεκμετάλλευτος, γεγονός που απέκτησε διαστάσεις “μυστηρίου” και προκάλεσε συζητήσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και πανελλαδικά. Από το 2003 περίπου, διάφορες εταιρείες εκδήλωσαν ενδιαφέρον να λάβουν άδειες εξόρυξης, ιδιαίτερα για το κοίτασμα των Πετρωτών Έβρου. Ωστόσο, η υπόθεση εξελίχθηκε σε πολύχρονη δικαστική και διοικητική διαμάχη. Όπως αποκάλυψε έρευνα του 2013, το θέμα του ζεόλιθου “ταλαιπωρούσε επί μία δεκαετία την τοπική κοινωνία” και είχε φέρει σε αντιπαράθεση το Υπουργείο Περιβάλλοντος με την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, εμπλέκοντας πολιτικά πρόσωπα, το ΙΓΜΕ, ακόμη και το Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης.
Συγκεκριμένα, δύο Θρακιώτες βουλευτές (Αλέξανδρος Κοντός και Ευριπίδης Στυλιανίδης) κατήγγειλαν το 2014 ότι “προσωπικά συμφέροντα” εμπόδιζαν την αξιοποίηση του ζεόλιθου, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη μια τεράστια αναπτυξιακή ευκαιρία για τον αγροτικό τομέα και όχι μόνο. Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι σειρά διοικητικών εμποδίων (γραφειοκρατία, επικάλυψη αρμοδιοτήτων, ακυρώσεις αποφάσεων) είχαν καθυστερήσει την έκδοση άδειας εκμετάλλευσης. Μάλιστα, η εταιρεία που ενδιαφερόταν αρχικά για τα Πετρωτά προσέφυγε στη δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα (σύμφωνα με δημοσιεύματα) αναγκαζόταν να εισάγει ζεόλιθο από το εξωτερικό για να καλύψει τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Είναι αξιοσημείωτο ότι την περίοδο 2007–2009 αναφέρονται μηδενικές ή ελάχιστες εγχώριες παραγωγές (δοκιμαστικές εξορύξεις λίγων εκατοντάδων τόνων), την ίδια στιγμή που η Ελλάδα κατανάλωνε ζεόλιθο εισαγόμενο από χώρες όπως η Τουρκία, η Βουλγαρία και η Βοσνία.
Παρά τις καθυστερήσεις, τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις. Από το 2019–2020 οι αρμόδιες αρχές ολοκλήρωσαν τις περιβαλλοντικές και τεχνικές εγκρίσεις για δύο μεγάλα εγχειρήματα εξόρυξης ζεόλιθου στη Θράκη: ένα στον νομό Ροδόπης και ένα στον νομό Έβρου. Στη Ροδόπη, στη θέση Σκάλωμα, παραχωρήθηκε δημόσια λατομική έκταση ~98 στρεμμάτων και εγκρίθηκε Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για 20ετή εκμετάλλευση. Το έργο αυτό ανατέθηκε στην εταιρεία «Αυγή ΕΠΕ», η οποία με την εμπορική επωνυμία “Θρακικός Ζεόλιθος” ξεκίνησε από τις αρχές του 2021 την εξόρυξη και επεξεργασία ζεολίθου σε περιοχή ~100 στρεμμάτων στη Βόρεια Ελλάδα.
Έτσι, για πρώτη φορά, ελληνικός ζεόλιθος κλινοπτιλόλιθου βγήκε επίσημα στην αγορά, διαθέσιμο για εμπορική χρήση. Ταυτόχρονα, στον Έβρο, η τοπική κοινωνία ανέλαβε δράση: ιδρύθηκε μια εταιρεία λαϊκής βάσης με τη συμμετοχή κατοίκων (“Ζεόλιθος Πετρωτών Α.Β.Ε.Ε. – Ο Λιθοξόος”), η οποία έλαβε το 2021 έγκριση τεχνικής μελέτης για ιδιωτικό λατομείο 30 στρεμμάτων στη θέση «Παλιοκλήσι» Πετρωτών. Μέχρι τα τέλη του 2021, και αυτό το εγχείρημα είχε μπει σε τροχιά, σηματοδοτώντας την έναρξη εξόρυξης ζεόλιθου στα Πετρωτά από τους ίδιους τους κατοίκους της περιοχής.
Σήμερα, λοιπόν, ο “ελληνικός ζεόλιθος” δεν είναι πια μια ανεκμετάλλευτη υπόσχεση, αλλά μια πραγματικότητα σε εξέλιξη. Ήδη χρησιμοποιείται σε καινοτόμες εφαρμογές: αγρότες στη Β. Ελλάδα τον ενσωματώνουν στα χωράφια για βελτίωση της υγρασίας και της γονιμότητας του εδάφους, κτηνοτρόφοι τον προσθέτουν στις ζωοτροφές για καλύτερη υγεία των ζώων, ενώ δοκιμάζεται και σε μονάδες καθαρισμού λυμάτων ως φίλτρο για την απομάκρυνση ρύπων. Πανεπιστημιακές έρευνες δείχνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα, π.χ. αύξηση αγροτικής παραγωγής έως 66% με τη χρήση θρακικού ζεόλιθου ως εδαφοβελτιωτικού, καθώς και αποτελεσματική απομάκρυνση βαρέων μετάλλων και αμμωνίας από τα απόβλητα με χρήση ελληνικού ζεόλιθου ως φίλτρου. Επιπλέον, ο ελληνικός ζεόλιθος ως βιομηχανικό ορυκτό εξετάζεται για την παρασκευή ελαφροβαρών τσιμέντων και κονιαμάτων με καλύτερη θερμομόνωση.

Ανατρέχοντας στην πορεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρατηρούμε ένα συναρπαστικό ταξίδι: από τη σιωπηρή χρήση πορωδών λίθων από τους προγόνους μας, περάσαμε στη επιστημονική ταυτοποίηση του ζεόλιθου τον 18ο αιώνα, έπειτα στην ανακάλυψη των θησαυρών της Θράκης τον 20ό αιώνα, και τελικά φτάσαμε στη βιομηχανική εκμετάλλευση στις μέρες μας. Ο ελληνικός ζεόλιθος, με τις ρίζες του κυριολεκτικά και ετυμολογικά στην ελληνική γη, αναδεικνύεται σε ένα υλικό με τεράστιες δυνατότητες για το μέλλον. Με όπλο τις μοναδικές ιδιότητές του και την υποστήριξη τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και των τοπικών κοινωνιών, ο ζεόλιθος της Ελλάδας μπορεί να συμβάλει σε μια πιο βιώσιμη γεωργία, καθαρότερο περιβάλλον και νέα καινοτόμα προϊόντα – γράφοντας έτσι το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία του, που εξακολουθεί να εξελίσσεται.
Πηγές
Ελληνική Αρχή Γεωλογικών & Μεταλλευτικών Ερευνών (πρώην ΙΓΜΕ), επιστημονικές δημοσιεύσεις (Bulletin of the Geological Society of Greece, Mineralium Deposita), τοπικός και πανελλήνιος Τύπος (Το Βήμα, Evros News, Υπαιθρος), ιστοσελίδες ενημέρωσης για τον ζεόλιθο, καθώς και αρχειακό υλικό εταιρειών εκμετάλλευσης (Zeolife, Thracean Zeolite, Ζεόλιθος Πετρωτών).
Οι αναφορές σε ιστορικές παρατηρήσεις και λαογραφικές μαρτυρίες προέρχονται από καταγεγραμμένες εμπειρίες κατοίκων της περιοχής Πετρωτών. Συγκεντρωτικά, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο ελληνικός ζεόλιθος, από “πέτρα που βράζει” στα μάτια ενός Σουηδού ορυκτολόγου, εξελίχθηκε σε πολύτιμο εθνικό πόρο με παγκόσμιας κλάσης χαρακτηριστικά.